ἐκτικώς

ἐκτικώς
κτίζω
people
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑκτικῶς — ἑκτικός formed by adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτικός — ή, ό (Α ἑκτικός, ή, όν) Ι. μσν. νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση αρχ. 1. συνήθης, συνεχής, καθ έξιν 2. ικανός, επιτήδειος για κάτι 3. καχεκτικός, απισχναντικός… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՆԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0549 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἑκτικῶς habitualiter. Ի բնէ ունելով. եւ Ունակութեամբ ստանալով. *Յաճումն եւ ի շարժութիւն միայն հաղորդեալ էապէս եւ ունակաբար. Մաքս. ի դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”